- μεγαλοδάπανος
- -η, -ο (ΑM μεγαλοδάπανος, -ον)αυτός που κάνει μεγάλες δαπάνες, πολυδάπανοςνεοελλ.-μσν.αυτός που απαιτεί μεγάλες δαπάνες, δαπανηρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)-* + -δάπανος (< δαπάνη), πρβλ. πολυ-δάπανος].
Dictionary of Greek. 2013.